- ὑπεναντιολογία
- ὑπεναντιολογία, ἡ,A contradiction, Phld.Rh.1.p.64 S.(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεναντιολογία — ἡ, Α αντίρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεναντίος + λογία*] … Dictionary of Greek
ὑπεναντιολογίαν — ὑπεναντιολογίᾱν , ὑπεναντιολογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek